- γεφύρι
- γεφύρι, το και γιοφύρι, τοβλ. γέφυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
Войдоматис — греч. Βοϊδομάτης … Википедия
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ξάνθης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης. Καλύπτει το δυτικό τμήμα της. Συνορεύει στα Δ με τους νομούς Καβάλας και Δράμας, στα Β με τη Βουλγαρία και στα Α με τον νομό Ροδόπης, ενώ στα Ν βρέχεται από το θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 1793 τ. χλμ. και πληθυσμό … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
Immurement — is a form of execution where a person is walled up within a building and left to die from starvation or dehydration. This is distinct from a premature burial, where the victim typically dies of asphyxiation.In legend and folkloreAccording to… … Wikipedia
Political verse — (Greek: Politikos stichos, Πολιτικός στίχος), also known as Decapentasyllabic verse (from Greek dekapentasyllabos, δεκαπεντασύλλαβος, lit. 15 syllable ) is a metric form in Modern Greek poetry. It is an iambic verse of fifteen syllables and has… … Wikipedia
αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό … Dictionary of Greek
γιοφύρι — Οικισμός (2 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεάπολης. * * * το βλ. γεφύρι … Dictionary of Greek
γκρεμώ — και μ(ν)άω 1. γκρεμίζω 2. καταστρέφω 3. (για άψυχα) καταρρέω, γίνομαι ερείπιο (α. «γκρέμησε το σπίτι» β. «μη φοβάσαι, δεν γκρεμάει το σπίτι» δεν υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει) 4. γκρεμιέμαι καταρρέω («ολημερίς νά χτίζουμε, το βράδυ να… … Dictionary of Greek